σκοπιωρός

σκοπιωρός
ο, ΝΑ
νεοελλ.
ναυτ.
1. σκοπός που αποστέλλεται στην ξηρά για ανίχνευση χερσαίου ή θαλάσσιου τομέα που είναι αθέατος από τα αγκυροβολημένα σε όρμο πλοία, κν. βιγλαδόρος
2. ναύτης που εκτελεί υπηρεσία σε σταθμό σηματοδοσίας
αρχ.
σκοπός, φρουρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκοπιά, κατά το πυλωρός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκοπιωρός — watcher masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοπιωροί — σκοπιωρός watcher masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορακοφωλιά — η 1. η φωλιά τού κόρακα 2. ναυτ. σκοπιά που βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο τού πρωραίου ιστού και από την οποία ο σκοπιωρός ναύτης επισκοπεί τη θαλάσσια έκταση που βρίσκεται μπροστά και στα πλάγια τού πλοίου, αλλ. κόρακος σκοπή …   Dictionary of Greek

  • σκοπιωρείο — το, Ν [σκοπιωρός] ναυτ. παρατηρητήριο σε κορυφή λόφου ή σε άλλη υψηλή θέση, από όπου κατοπτεύεται και ελέγχεται ο θαλάσσιος χώρος …   Dictionary of Greek

  • σκοπιωρούμαι — έομαι, Α [σκοπιωρός] (αποθ.) προσέχω, παραφυλάγω για κάτι («νῡν δὲ ξὺν ὅπλοις ἄνδρες ὁπλῑται διαταξάμενοι κατὰ τὰς διόδους σκοπιωροῡνται», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”